- ἁμαρτίνοος
- ἁμαρτίνοοςerring in mindmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁμαρτίνοον — ἁμαρτίνοος erring in mind masc/fem acc sg ἁμαρτίνοος erring in mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίνους — ἁμαρτίνοος erring in mind masc/fem nom pl ἁμαρτίνοος erring in mind masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτινόοισιν — ἁμαρτίνοος erring in mind masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτινόου — ἁμαρτίνοος erring in mind masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτινόων — ἁμαρτίνοος erring in mind masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτινόῳ — ἁμαρτίνοος erring in mind masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίνοοι — ἁμαρτίνοος erring in mind masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
ἁμαρτινόωι — ἁμαρτινόῳ , ἁμαρτίνοος erring in mind masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)